Plant-Based Διατροφή
Λύση στην Παγκόσμια Επισιτιστική Κρίση;
Plant-Based Διατροφή
Λύση στην Παγκόσμια Επισιτιστική Κρίση;
Τσιαρέ Κολλιοπούλου Θαλένια
Oenologist | MSc Economics and Sustainable Development – Environmental Management Professional
Η κλιματική αλλαγή και η επισιτιστική ανασφάλεια αποτελούν δύο από τις πλέον επιτακτικές παγκόσμιες προκλήσεις του 21ου αιώνα. Σύμφωνα με την 77η Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών, η ανάγκη μετάβασης προς βιώσιμα συστήματα τροφίμων θεωρείται ζωτικής σημασίας για τη διασφάλιση της ισορροπίας των οικοσυστημάτων, της διατροφικής επάρκειας και της δημόσιας υγείας [1].
Η διατροφή που βασίζεται σε ζωικά προϊόντα ασκεί τεράστια πίεση στους φυσικούς πόρους, συμβάλλοντας στην κλιματική κρίση, την αποψίλωση των δασών, την απώλεια βιοποικιλότητας και την υποβάθμιση της γης [3]. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ), η στροφή προς φυτικά διατροφικά πρότυπα όχι μόνο βελτιώνει την ανθρώπινη υγεία αλλά μπορεί να αποτελέσει κρίσιμο παράγοντα για τη διατροφική ισότητα και τη βιώσιμη διαχείριση των πόρων [2].
Περιβαλλοντικές και Διατροφικές Επιπτώσεις της Κτηνοτροφίας
Η εντατική κτηνοτροφία απαιτεί δυσανάλογα μεγάλες ποσότητες γης, νερού και ενέργειας. Για την παραγωγή ζωικών προϊόντων χρειάζεται έως και 75 φορές περισσότερη ενέργεια σε σύγκριση με τις φυτικές καλλιέργειες, ενώ η έκταση γης που απαιτείται είναι 8-10 φορές μεγαλύτερη από αυτή που χρειάζεται για την απευθείας παραγωγή φυτικής τροφής [1].
Παράλληλα, το 56% των 1,2 δισεκατομμυρίων τόνων σιτηρών που παράγονται ετησίως χρησιμοποιείται για την εκτροφή ζώων αντί για ανθρώπινη κατανάλωση, ενώ το 90% της παγκόσμιας παραγωγής σόγιας καταλήγει σε ζωοτροφές [1]. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την περιορισμένη διαθεσιμότητα σιτηρών και φυτικών πρωτεϊνών για τον ανθρώπινο πληθυσμό, συμβάλλοντας στην παγκόσμια επισιτιστική κρίση.
Επιπλέον, η κτηνοτροφική δραστηριότητα ευθύνεται για το 72% των 31,5 δισεκατομμυρίων τόνων εκπομπών ισοδύναμου CO₂, με το βόειο κρέας να έχει το υψηλότερο αποτύπωμα άνθρακα, καθώς κάθε τόνος που παράγεται ισοδυναμεί με 221,63 τόνους CO₂ [1].
Η Στροφή προς Φυτικά Διατροφικά Πρότυπα ως Στρατηγική Λύση
Η αλλαγή των διατροφικών συνηθειών προς φυτικά τρόφιμα μπορεί να μειώσει σημαντικά την πίεση στους φυσικούς πόρους και να ενισχύσει τη βιώσιμη επισιτιστική ασφάλεια. Σύμφωνα με τον Weis (2013) [4], η βιομηχανική κτηνοτροφία είναι ένας από τους κύριους παράγοντες που συμβάλλουν στην ανισορροπία του παγκόσμιου συστήματος τροφίμων, καθώς δεσμεύει μεγάλες εκτάσεις γης και καταναλώνει τεράστιες ποσότητες νερού και σιτηρών που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για ανθρώπινη διατροφή.
Οι Pimentel & Pimentel (2003) [5] ανέλυσαν το σύστημα παραγωγής τροφίμων των ΗΠΑ, συγκρίνοντας την επίδραση μιας μέσης δίαιτας με βάση το κρέας και μιας γαλακτοχορτοφαγικής δίαιτας. Διαπίστωσαν ότι η φυτική διατροφή είναι σημαντικά πιο βιώσιμη, απαιτώντας λιγότερη γη, νερό και ενέργεια. Παρόμοια, η μελέτη των Sobhani et al. (2022) [6] εξέτασε την εφαρμογή φυτικών διατροφικών μοντέλων στο Ιράν, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι η στροφή προς φυτικά τρόφιμα μπορεί να μειώσει την κατανάλωση νερού έως και 30%, τις ενεργειακές απαιτήσεις κατά 15% και τις εκπομπές αερίων θερμοκηπίου κατά 10-14%.
Οι Seves et al. (2017) [7] διερεύνησαν τις επιπτώσεις της μειωμένης κατανάλωσης ζωικών προϊόντων, διαπιστώνοντας ότι μια δίαιτα με χαμηλότερη πρόσληψη κρέατος και γαλακτοκομικών μπορεί να μειώσει το οικολογικό αποτύπωμα έως και 40%. Παράλληλα, η αντικατάσταση του 30% των ζωικών τροφίμων με φυτικές εναλλακτικές συμβάλλει στη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά 14%.
Φυτικές Εναλλακτικές Πρωτεΐνες και Διατροφική Βιωσιμότητα
Η στροφή προς φυτικά τρόφιμα μπορεί να συμβάλει ουσιαστικά στη μείωση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων της κτηνοτροφίας και στην ενίσχυση της παγκόσμιας επισιτιστικής ασφάλειας. Οι Bryant (2022) [8] και Macdiarmid (2022) [9] επισημαίνουν ότι οι πρωτεΐνες φυτικής προέλευσης όχι μόνο μειώνουν την κατανάλωση φυσικών πόρων αλλά και προσφέρουν σημαντικά διατροφικά οφέλη, όπως υψηλή περιεκτικότητα σε φυτικές ίνες και χαμηλότερα επίπεδα κορεσμένων λιπαρών σε σύγκριση με τις ζωικές πρωτεΐνες.
Ωστόσο, η διατροφική μετάβαση δεν είναι απαλλαγμένη από κινδύνους. Οι Seves et al. (2017) [7] διαπίστωσαν ότι οι δίαιτες που περιλαμβάνουν λιγότερο ή καθόλου κρέας και γαλακτοκομικά προϊόντα μπορούν να μειώσουν τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις κατά περισσότερο από 40%, ενώ η αντικατάσταση του 30% των ζωικών προϊόντων με φυτικές επιλογές έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά 14%. Παρόλα αυτά, η μετάβαση προς τη φυτική διατροφή απαιτεί προσεκτικό σχεδιασμό για τη διασφάλιση της επάρκειας σε θρεπτικά συστατικά, όπως η βιταμίνη Β12, το ασβέστιο και ο σίδηρος, τα οποία υπάρχουν κυρίως στα ζωικά προϊόντα.
Ένα από τα κύρια ζητήματα που αναδεικνύονται στις σύγχρονες τάσεις φυτικής διατροφής είναι η αυξανόμενη κατανάλωση υπερεπεξεργασμένων φυτικών τροφίμων. Αν και τα προϊόντα αυτά παρέχουν ευκολία και λειτουργούν ως εναλλακτικές λύσεις σε σχέση με τα ζωικά προϊόντα, συχνά περιέχουν υψηλά επίπεδα προσθέτων και επεξεργασμένων συστατικών, γεγονός που μπορεί να μειώσει τη συνολική θρεπτική τους αξία. Οι Macdiarmid (2022) [9] και Pimentel & Pimentel (2003) [5] αναφέρουν ότι η υπερβολική επεξεργασία αυτών των τροφίμων όχι μόνο περιορίζει τα οφέλη της φυτικής διατροφής αλλά μπορεί επίσης να αυξήσει το συνολικό περιβαλλοντικό αποτύπωμά τους, καθώς η παραγωγή τους απαιτεί σημαντικούς φυσικούς πόρους και ενεργειακές δαπάνες.
Επιπλέον, η έρευνα των Bryant (2022) [8] υπογραμμίζει ότι ορισμένοι καταναλωτές εμφανίζουν δυσπιστία απέναντι στις φυτικές εναλλακτικές πρωτεΐνες λόγω της εντατικής επεξεργασίας που υφίστανται. Η αντίληψη αυτή ενισχύεται από τις προωθητικές εκστρατείες της βιομηχανίας ζωικών προϊόντων, οι οποίες παρουσιάζουν τα επεξεργασμένα φυτικά προϊόντα ως λιγότερο φυσικά ή θρεπτικά. Αυτό μπορεί να καθυστερήσει τη μετάβαση προς μια πιο βιώσιμη διατροφή, καθώς οι καταναλωτές ενδέχεται να παραμείνουν διστακτικοί στην αντικατάσταση ζωικών προϊόντων με φυτικές εναλλακτικές.
Σύμφωνα με τον Weis (2013) [4], η κτηνοτροφία δεν είναι μόνο ένας παράγοντας υποβάθμισης του περιβάλλοντος αλλά και ένας μηχανισμός διεύρυνσης των ανισοτήτων στην κατανομή τροφίμων. Η αποβιομηχάνιση της κτηνοτροφικής παραγωγής και η σταδιακή μείωση της χρήσης γης για ζωοτροφές θα μπορούσαν να αποτελέσουν τη βάση για τη δημιουργία ενός δικαιότερου και βιώσιμου επισιτιστικού συστήματος.
Πολιτικές και Στρατηγικές για Ολοκληρωμένη Διατροφική Μετάβαση
Η διατροφική μετάβαση προς βιώσιμα φυτικά πρότυπα απαιτεί μια πολυδιάστατη προσέγγιση που συνδυάζει τεχνολογικές καινοτομίες, πολιτικές παρεμβάσεις και αλλαγές στις καταναλωτικές συνήθειες. Οι Sadhukhan et al. (2020) [10] προτείνουν ένα κυκλικό μοντέλο τροφίμων, όπου η αξιοποίηση των γεωργικών υποπροϊόντων και η χρήση βιώσιμων τεχνολογιών μπορούν να βελτιώσουν την αποδοτικότητα των πόρων, μειώνοντας την παραγωγή αποβλήτων και την εξάρτηση από μη ανανεώσιμες πηγές.
Η σημασία της πρωτεϊνικής μετάβασης αναδεικνύεται και από τους de Boer & Aiking (2011) [11], οι οποίοι υποστηρίζουν ότι οι πρωτεΐνες φυτικής προέλευσης μπορούν να συμβάλουν σε ένα πιο βιώσιμο επισιτιστικό σύστημα. Ωστόσο, η υιοθέτηση αυτών των διατροφικών αλλαγών απαιτεί την ανάπτυξη πολιτικών που θα ενθαρρύνουν την κατανάλωση φυσικών φυτικών τροφίμων έναντι των υπερβολικά επεξεργασμένων προϊόντων, ώστε να διασφαλιστεί η θρεπτική επάρκεια.
Ο Weis (2013) [4] αναφέρει ότι η αποβιομηχάνιση της κτηνοτροφίας και η επαναξιολόγηση των χρήσεων της γης αποτελούν κρίσιμα στοιχεία μιας δίκαιης επισιτιστικής πολιτικής, που στοχεύει στην ισορροπημένη διανομή τροφίμων και τη μείωση της περιβαλλοντικής επιβάρυνσης. Παράλληλα, οι Seves et al. (2017) [7] επισημαίνουν ότι η στροφή προς βιώσιμες φυτικές δίαιτες απαιτεί όχι μόνο αλλαγές σε ατομικό επίπεδο, αλλά και ευρύτερες θεσμικές παρεμβάσεις που διευκολύνουν την πρόσβαση των καταναλωτών σε φυτικά προϊόντα υψηλής διατροφικής αξίας.
Συμπέρασμα
Η μετάβαση προς φυτικά διατροφικά πρότυπα αποτελεί μια αποτελεσματική στρατηγική αντιμετώπισης της παγκόσμιας επισιτιστικής κρίσης και των περιβαλλοντικών επιπτώσεων της κτηνοτροφίας. Όπως υπογραμμίζει ο Weis (2013) [4], η εντατική παραγωγή ζωικών προϊόντων ενισχύει τις ανισότητες στο επισιτιστικό σύστημα, αυξάνει την εκμετάλλευση φυσικών πόρων και συμβάλλει στη διάβρωση των οικοσυστημάτων.
Παράλληλα, οι Sadhukhan et al. (2020) [10] και de Boer & Aiking (2011) [11] καταδεικνύουν ότι η μετάβαση από την κτηνοτροφική παραγωγή προς φυτικές πρωτεΐνες μπορεί να διαμορφώσει ένα ανθεκτικότερο και πιο βιώσιμο επισιτιστικό σύστημα, μειώνοντας τις πιέσεις που ασκούνται στη γη, το νερό και τις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού τροφίμων.
Ωστόσο, η επιτυχία αυτής της μετάβασης εξαρτάται από την ισορροπημένη κατανάλωση φυσικών φυτικών προϊόντων αντί των υπερβολικά επεξεργασμένων τροφίμων, καθώς η αυξανόμενη διαθεσιμότητά τους μπορεί να οδηγήσει σε νέες προκλήσεις για τη δημόσια υγεία. Όπως επισημαίνει ο Macdiarmid (2022) [9], η υπερβολική επεξεργασία τροφίμων φυτικής προέλευσης ενδέχεται να μειώσει τη συνολική διατροφική τους αξία και να επηρεάσει αρνητικά τις καταναλωτικές συνήθειες.
Η διατροφική καινοτομία, οι βιώσιμες γεωργικές πρακτικές και η ενημέρωση των καταναλωτών αποτελούν καθοριστικούς παράγοντες για τη διαμόρφωση ενός συστήματος επισιτιστικής ασφάλειας που βασίζεται στις αρχές της βιωσιμότητας και της διατροφικής επάρκειας.
Βιβλιογραφικές αναφορές
- Mendoza T.C. Transforming meat based to plant based diet is addressing food security and climate crisis in this millenium: A review. International Journal of Agricultural Technology; 2023; 19(2): 517-540. Διαθέσιμο στον ιστότοπο: https://www.scopus.com/inward/record.uri?eid=2-s2.0-85152886929&partnerID=40&md5=830f7ac757730259a2f8ee121374f2fa (ανακτήθηκε στις 24/5/2023).
- World Health Organization. Regional Office for Europe. Plant-based diets and their impact on health, sustainability and the environment: a review of the evidence: WHO European Office for the Prevention and Control of Noncommunicable Diseases. World Health Organization. Regional Office for Europe; 2021. Διαθέσιμο στον ιστότοπο: https://apps.who.int/iris/handle/10665/349086 (ανακτήθηκε στις 24/5/2023).
- Chiu T.H., Lin C.L. Ethical management of food systems: plant based diet as a holistic approach. Asia Pacific journal of clinical nutrition; 2009; 18(4): 647–653.
- Weis T. The meat of the global food crisis. The Journal of Peasant Studies. 2013; 40(1): 65-85.
- Pimentel D., Pimentel M. Sustainability of meat-based and plant-based diets and the environment. The American Journal of Clinical Nutrition; 2003; 78(3): 660S–663S.
- Sobhani S.R., Arzhang P., Soltani E., Soltani A. Proposed diets for sustainable agriculture and food security in Iran. Sustainable Production and Consumption; 2022; 32: 755-764.
- Seves S.M., Verkaik-Kloosterman J., Biesbroek S., Temme E.H.M. Are more environmentally sustainable diets with less meat and dairy nutritionally adequate? Public Health Nutrition. Cambridge University Press; 2017; 20(11): 2050–62.
- Bryant C.J. Plant-based animal product alternatives are healthier and more environmentally sustainable than animal products. Future Foods; 2022; 6: 100174.
- Macdiarmid J.I. The food system and climate change: are plant-based diets becoming unhealthy and less environmentally sustainable? Proceedings of the Nutrition Society. Cambridge University Press; 2022; 81(2): 162–7.
- Sadhukhan J., Dugmore T.I.J., Matharu A., Martinez-Hernandez E., Aburto J., Rahman P.K.S.M., Lynch J. Perspectives on “Game Changer” Global Challenges for Sustainable 21st Century: Plant-Based Diet, Unavoidable Food Waste Biorefining, and Circular Economy. Sustainability; 2020; 12(5): 1976.
- de Boer J., Aiking H. On the merits of plant-based proteins for global food security: Marrying macro and micro perspectives. Ecological Economics; 2011; 70(7): 1259-1265.
Η ευθύνη για το περιεχόμενο των άρθρων στην περιοχή «Γνωρίζετε ότι» της ιστοσελίδας της HellasVeg ανήκει στον συντάκτη κάθε άρθρου – για τον σκοπό αυτό τα άρθρα δημοσιεύονται επωνύμως.